πρόχλωρος

πρόχλωρος
πρόχλωρος, ον,
A greenish, Sch.Ar.Pl.204 (fort. ὑπόχλ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόχλωρος — ον, Α [χλωρός] πρασινωπός, υπόχλωρος …   Dictionary of Greek

  • πρόχλωρον — πρόχλωρος greenish masc/fem acc sg πρόχλωρος greenish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”